Novella IX della Giornata I del Decamerone (Lumbaart)/94

Esempi de lengua del Vottcent

edit

Dialett de Bova

edit
 
Giovanni Papanti I parlari italiani in Certaldo p. 679

Ce olu egò légo ti o cheró tu protinó riga tu Cipri, sane o Gottifrè tu Buglione epíae ton Ághio Ghuma, irte ti mia pízzili ghinèca andi Guascogna eghiai porpatonda sto Tafo, ce ecitte condoférronda, sirma ti epàtie tin Cipri, tavta ponerusa dhémata poddì tin evriasi. Ze etuto ecini mega eponisti, ce eghiai na platezi me to riga. Allà tis ipasi, tis o riga en ecanne tipote, ghiatì ito zoì gameni, ce tosso agaro, ti en ecanne calò, ce ti ze pleo te vrisie ti ecinù tu cannasi, en ton etripussa, ce ane canema tu tin eferre, tocanne ghiglie vrisie, ce ghia ecino ito tipote. Ecunnonda i ghinèca otuta pramata parapoddì apolpízzonda ghia na fudedti posson isoe, tis irte stin cardìa na nghisi to riga, ce clonda tu eghiai ambrotte, ce tu ipe: "Riga dicommu, egò en ercome ambrottessu n'agho ze essena ecino ti delo, allà ercome na supo, ti ghiatì vrimìa ti mu camasi, na mu maddei pos egò na tin aponamino, ghiatì zero calà ti panda essena su cannusi, ce otu maddeno ze essena ti ola aponomai, ce zeri o Tiò an dusonna cami me possi cardìa essena su tin idonna sann'ecino ti ta ferri tosso magna".
O riga, ti stin etote estadi stin ocneria, sambote ti esicodi an don iplo, ce embennonda an di vrisia ghienameni ecini ti ginèca, ti parapoddì efudie, eghenasti mavro sciddo me olu ecinù, ti ze ecini mera ecannasi ticandì catà ti time tu stefano.
Giovanni Papanti, Parlari italiani in Certaldo, 1875, pag. 679

Καί ὄλου ἐγὼ λέγω τι ᾧ καιρῷ τοῦ πρωτινό ῥῆγα τοῦ Κύπρη, σάνε Γοττιφρέ τοῦ Βουγλιόνε ἐπίαε τὸν Ἃγιο Χοῦμα, ἤρτε τι μῖα ποίζιλη γυναῖκα ἀν τῆ Γουασκόγνα ἐγιάη πορπατόντα στὸ Τάφο, καί ἐκεῖττε κονδοφερρόντα, σύρμα τι ἐπάτηε τὴν Κύπρη, ταῦτα πονεροῦσα δέματα ποδδὺ τὴν ἕβριασι. Ζε ἐτοῦτο ἑκεῖνη μέγα, καί ἐγιάη να πλατέζη με τὸ ῥῆγα. Ἀλλὰ τις εἴπασι, τις ὁ ῥῆγα ἒν ἔκαννε τύποτε, yιατὶ ἤτο ζοὴ γαμένη, καί τώσσο ἄγαρο, καί τι ζε πλέω ται βρισίαι τι ὲκεινοῦ τοῦ καννάσι, ἒν τῶν ἐτρυποῦσσα, καί ἄνε κανέμα τοῦ τὴν ἔφερρε τὀκάννε γίλιαι βρίσιαι, καί γία ἑκεῖνο ἤτο τύποτε. Αἰκουννόντα ἡ γυναῖκα ὀτοῦτα πράμματα παραποδδὺ ἀπολπιζόντα γία να φουδέδτη πόσσον ἤσοε, τις ἤρτε στὴν καρδία να νγύση τὸ ῥῆγα, καί κλῶντα τοῦ ἐγιάη ἄμβροττε, καί τοῦ εἴπε: "Ῥῆγα δικώμμου, ἐγὼ ἒν ἔρχομαι ἄμβροττε σου νἄγο ζε ἐσένα ἑκεῖνο τι δέλω, ἀλλὰ ἔρχομαι να σοῦπο, τι γιατὶ βριμία τι μου κάμασι, να μου μάδδει πῶς ἐγὼ να τὴν ἀποναμήνω, γιατὶ ζέρω καλά τι πάντα ἔσσενα σου καννοῦσι, καί ὅτου μαδδαίνω ζε ἔσσενα ἀπονομαι, καί ζέρει ὁ Τιὸ ἂν δοὔσσονα κάμει με πόσση ἐσένα σου τὴν ἠδόννα, σανν'ἑκεῖνο τι τα φέρρει τόσσο μάγνα".
Ὁ ῥῆγα, σιν'ἐτότε ἔσταδη στὴν ὀκνηρία, σάμποτε τι ἐσηκώδη ἄν τὸν ὕπλο, καί εμβαιννόντα ἂν τῇ βρισίᾳ γεναμένῃ ἑκείνῃ τῇ γυναίκᾳ, τι παραποδδὺ ἐφούδιε, ἐγενάσθη mαύρο σκύδδο με ὄλου ἑκεινοῦ, τι ζε ἑκείνη μέρα ἐκαννάσι τι κἀντί κατὰ τή τίμε τοῦ στέφανο.

Dialett de Calimera

edit

Cusete sto cerò tu pronù vassili tu Cipru, motta o Goffrido tu Buglione iche pianta us Topu Vloimenu, vresi mia jinega calì jennimeni pu sti Guascogna pu pirte e sto Nima tu Ieù, e sto jurisi ftazzonta sto Cipro, jeno cameno i craise, ce i sti n'ecame. Manicheddha, utto prama toglase i cardia, ipe: "Pao ce cleo u vassili"; tupane ti en iche ti cami, t'ione cerò cameno, ti cino ione tosso straò, ce af ze zoì tosso ascimarda, pu ci pu u cannane en ecchite, alio ce macà canoni ci pu cannane stos addhò, ce stu ftecù pu isane pesammeni evaddhe pu panu lisaria. Mazzonta utta pramata e jinega, e sozzonta cami addho na mi ti pari o pono, ipe: "Evò e na daccaso utto vasili". Ce panta cleonta bron cino: "Mea mu", ipe "evò en ercome bro stin aftensia su ja citto straò pu mu cannane, ercome na maso, se paracalò, pos canni na su diavì ticanè pu bro af ze tossa pramata pu socune janomena, ce tuo to telo na soso masi, na mu diavì in dichimmu; possa pramata s'odione an isoza cami evò pos canni aftentia su".
O vasili, pu iche stasonta af ze cinu pu en itele na cami tipoti, sia ti fzunnise apù ston ipuno, nzignase pu toa na jettì antrepo, eftiase calù calù cini pu camane ta straà is jinega, ju s'addhu, macari t'ione tipoti ci pu u cannane, mara c'es aftù.
ibidem, pagg. 679-680

Κουσέτε στὸ καιρὸ τοῦ πρωνοῦ βασίλει τοῦ Κύπρου, μόττα ὁ Γοφφρῆδο τοῦ Βουγλιόνε εἶχε πιάντα οὔς Τόπους Βλοιμένη, εὐρέση μῖα γυναῖγα καλὴ γεννιμένη ποῦ στῇ Γουασκόνια ποῦ πεῖρτε ἐς τὸ Νῆμα τοῦ Ιεοῦ, ἐς τὸ γουρίσει φθαζόντα στὸ Κύπρο, γένο καμένο ἥ κραήσε, καί ἡ στὴ ν'ἔκαμε. Μανικέδδα, οὖττο πράμα τὀγλάσε ἡ καρδία, εἶπε: "Πάω καί κλαίω οὖ βασίλει". Τουπάνε τι ἔν εἶχε τι κάμει, τ'ιόνε καιρὸ καμένο, τι κεἶνο ἤονε τόσο στραό, καὶ ἀφ ζε ζοή τόσο ἀσκήμαρδα, ποῦ κεῖ ποῦ οὐ κάννανε ἐν ἐκκήτε, ἀλίο καὶ μακὰ κανονεῖ κεῖ ποῦ κάννανε στώς αδδώ, καί στοὺ φτεχοὺ ποῦ ἦσανε πεσαμμένοι ἔβαδδε ποὺ πάνου λισάρια. Μαζόντα οὖττα πράματα ἡ γυναῖγα, ἡ σωζόντα κάμει ἄδδο να μὴ πάρει ὁ πόνο, εῖπε: "Eβὼ ἐ να δαγκάνω οὔττῳ βασίλει". Καί πάντα κλαιόντα βρόν κείνῳ "Μέα μου" εἶπε "εβώ ἔν ἔρχομαι βρό στὴν αὐθενσεία σου γία κεῖττο στραὸ ποῦ μου κάννανε, ἔρχομαι να μάσω, σε παρακαλῶ, πῶς κάννει να σου διάβει τικαννέ ποῦ βρό ἀφ ζε τόσα πράματα ποῦ σὤχουνε γιανομένα, καὶ τοὺω τέλο να σώσω μάσει, να μου διαβεῖ ἰν διχίμμου; πόσα πράματα σ'ὀδιόνε ἂν εἰσώζα κάμει ἐβώ πως κάννει αὐθενσεία σου".
Ὁ βασίλει, ποῦ εἶχε στασόντα ἀφ ζε κείνου που ἐν εἴθελε να κάμει τιπότι, σεία τι Φζούννησε ἀποὺ στὸν ὕπουνο, 'νζιγνάσε ποὺ τόα να γεττεί ἄντρεπο, ἐφθιάσε καλοῦ καλοῦ κεῖνοι ποῦ κάμανε τὰ στραά εἰς γυναῖγα, γού σ'ἄδδου, μακάρι τ'ἤονε τιπότι κεῖ ποῦ οὗ κάννανε καὶ ἐς αὐτοῦ.

Dialett de Sternatia

edit

Leo artena ca is tu cerù attò protinò ria pu Cipri, doppu pu isire ton Aio Paisi Gottifrè attò Buglione, succedefse ca mia signura apù Guascogna, am pellegrinaggio pirte is to Seburco, apù jurionta, is to Cipri stammèna, af se quai scelerati antròpi vellanamente irte affesa. Ja tuo ecini senza cammìa cunsulaziuna, iòmati ponu, pensefse na pai na cami na reclàmo is to ria. Ma tes upane ca tin fatìa iche chasonta, iatì ecino isane azze itu scotinì 'mbita ce tosso sprì calì ca, e manechà tes 'njurie attus addhu me iustizia e vendècheghe ma poddha ca me tradimento tu càmane sustèneghe; tosso ca quaièna ca iche canè ponu, itu cannonta cammìa onta o 'mbergogna sfòcheghe. Tutta pramata motte icuse ti ghinèca desperata atti venditta, ja cammìa cunsulaziuna atto fastidiottu, ecame proponimento na taccasi ti miseria a citto ria: ce pirtonta cleonta ambrottu ipe: "Signore mu, ivo en èrcome ambrò su ja venditta ca ivò imèno atta injuria pu mu càmane ma, ja sudisfaziuna af se cina, se paracalò na me mati pos i soffreghì ecìne ca ivò icùo se cànnone, ita af se sena màtonta, ivò na sozo, me flemma, ti dichimmu na sopportefzo; ca to fzèri o Teò, si ivò to ìsoza cami me ti cardìa ti dichimmu sudia, poi ise tosso calò na te vastàsi".
To ria, sino a tota stammèno tardo ce pigro, quasi afsunnìsonta, ancingnìsonta atti injuria camèni is citti ghinèca, ca me raggia vendìchefse, 'ncìgnefse na persecutèfsi me ole te forze ola cina ca, contra ti riputaziuna atti curunattu, cane prama icannane a pu tota depoi.
ibidem, 680-681

Λέω ἀρτένα κα εἰς τοῦ καιροῦ ἀττὸ πρωτινὸ ῥῆα που Κύπρη, δὸππου που εἴσυρε τὸν Ἄγιο Παίση Γοττιφρὲ ἀττὸ Βουγλιόνε, σουκκεδὲφσε κα μῖα σιγνοῦρα ἀποὺ Γουασκόνια, ἀμ πελλεγρινάγιο πῆρθε εἰς Σεβοῦρκο, ἀποὺ γυριόντα, εἰς τὸ Κύπρη σταμμένα, ἀφ σε κουάι σκελερᾶτοι ἀνθρόποι βελλαναμὲντε ἤρτε ἀφφέσα. Γιὰ τοῦο ἐκεῖνη, σὲνζα καμμῖα κουνσουλαζιούνα, γιόματη πόνου, πενσὲφσε νὰ κάμει νὰ πάει νὰ ῥεκλάμο εἰς τὸ ῥῆα. Μὰ ταῖς οὐπάναι κα τὴν φατὶα εῖχε χάσοντα, γιατὶ ἐκεῖνο ἤσανε ἄζζε ἴτου σκοτινὴ μβῖτα καὶ τόσο σπρὴ καλὴ κα ἐ μανεχά ταῖς 'γγιοὺριαι ἄττους ἄδδου με γουστίζια ἐ βενδὲκεγε μᾶ πόδδα κα με τραδιμὲντο τοῦ κάμανε σουστὲνεγε; τόσο κα κουαιένα κα εῖχε κανέ πόνου, ἴτου κάννοντα καμμῖα ὤντα ὀ 'μβεργόνια σφὸκεγε. Τοῦττα πράματα μῶττε ἤκουσε τὴ γυναῖκα, δεσπερᾶτα ἀττῆ βενδῆττα, γιὰ καμμῖα κουνσουλαζιούνα ἀττὸ φατιδιόττου, ἔκαμε προπονιμὲντο νὰ ταγχάσει τὴ μισέρια ἀ κεῖττο ῥῆα: καὶ πίρτοντα κλαιόντα ἀμβρὸττου εἶπε: "Σιγνώρε μου, ἠβὼ ἢν ἔρχομαι ἀμβρὸ σου γιὰ βενδῆττα κα ἠβὼ ἰμαίνω ἀττὰ ὶγγιούρια που μου κάμανε μὰ, γιὰ σουδισφαζιούνα ἀφ σ'εκεῖνα, σε παρακαλῶ νὰ με μάτει πῶς εἰ σοφφρεγεῖ εκεῖναι κα ἠβώ ἰκούω σε κάννονε, ἵτα ἀφ σε σένα μάθοντα, ἠβώ νὰ σώζω με φλέμμα, τι διχίμμου νὰ σοππορτέφζω; κα τὸ φζέρει ὁ Θεὸ, σι ἠβώ εἴσωζα κάμει με τὴ καρδία τὴ διχίμμου σοὖδια, πώη εἶσε τόσο καλὸ νὰ τε βαστὰση".
Τὸ ῥῆα, σίνο ἀ τῶτα σταμμὲνο τάρδο καί πίγρο, κουὰσι ἀφσουννίσοντα, ἀγκιγνίσοντα ἀττὴ ἰγγιούρια καμὲνη εἰς γυναῖκα, κα με ράγια βενδίκεφσε, 'γκίγνεφσε νὰ περσεκουτὲφσε με ὄλαι ταί φῶρζαι ὄλα κεῖνα κα, κόντρα τὴ ῥιπουταζιούνα ἀττὴ κουρούναττου, κανὲ πράμα ἀποὺ τῶτα δεπώη".