Page:Eisagogiki-Didaskalia.pdf/27

This page has been proofread.
Ῥωμαίϊκα Βλάχικα Βουλγάρικα Ἀλβανίτικα
Ἔτζη εἶναι μερικοί Ἀσσῆτζε σούντου νᾳσκᾴντζη τάκα σὲ ἔτνη Ἀστιοῦ ἰάνᾳ τζά
ἀπὸ κακὴν γενεάν τέ ῥάω φᾴρᾳ ὀτ λῶσσα φάρα πὲ σᾳκᾳέκε φάρᾳ 550
καὶ αὐτοὶ εὐγαίνουν σσή ἀτζέλλη ἔσου ἢ τύε ἰζλέκβαετ ἐδὲ ἀτᾶ τάλληνᾳ
προκομένοι. προκοψίτζη. προκόψαννοι. τᾳπροκόψουρᾳ.
Διὰ ἐτοῦτο Τρᾴ ἀΐστε. Ζά τῶα Πρὰν τάη
νὰ μὴ κοιτάζῃς σε νοῦ πρέστη τά νέ κλέασσ τᾴ μόσ βουστρώνσσ
τὸ γένος φάρα φάρατα φάρᾳνα 555
ἀμὴ νὰ στοχασθῇς μὰ σετεμηντουέστη τόκου τά σεούμησσ πῶ τᾳμιντόνεσσ
νὰ βάλῃς σέ μπάτζη τᾴ κλαασσ τᾴ βέσσ
γνωστικὸν ἄνθρωπον μιντιμὲν ὄμμου οὔμεν τζόεκ τᾳμέντζημ ννερῆ
εἰς τὸ σπῆτι σου. τρού κάσσα ἀτᾶ. νά φτόετα κούκια μπᾷ στᾳπῆ τέντε
Ἡ ἀρίδα Σφρέτινλε Σφᾳρτέλωτο Τρούελλι 560
τρυπάει σπριτοῦντε τούπητ σπών
τὰ σανήδια. σκᾴντουρλε. στήτζητε. τᾳράσατ.
Καὶ τὸ κουρσσοῦμι Σσή φᾳντέκλου Ἢ κούρσσουμοτ Ἐδέ κορσσοῦμι
λαβώνει πλικουϊάστε κώ ῥάνισατ πλιακώσ
τὸ κορμί. τρούπλου. τρούποτ. σνάγατα τρούπνᾳ. 565
Καὶ ὁ λόγος Σσή κριάηλου ἢ σπόροτ Ἐδέ φχιάλια
ὁ ἀχαμνός οὐρούτου λώσσιοτ ἐλίγκᾳ
λιπαίνει νβιρίνᾳ οὔζαλβητ χελμών
τὸν ἄνθρωπον. ὄμλου. τζόεκοτ Πῶ τύ
Ἀμὴ ἐσύ Μά τύνε τόκου τύ κῆ τά μόσ πᾳσόνσσ 570
διὰ νὰ μὴ πάθῃς τρά σέ νοῦ πάτζη ζά τά νέ πάτῃς ννιερίνᾳ.
τίποτε. τζιβᾶ. νίστω. γκικάφσσ.
Καὶ νὰ μὴ βασκανθῇς Σσή σενοῦ λέη τεόκλλιου Ἢ τά νέ σεζέμασσ ὀτ ὄκ Ἐδέ τᾳμόσ μέρεσσ πεσιού
νὰ κολλήσῃς σέ ἀλικέστη τά ζάλεπησσ σά γκίτσσ
εἰς τὸ ἀνῶφλι τροῦ πριάκλου τεσοῦπρᾳ νὰ κόρνιοτ πριάκ μπά πριάκ τᾳσιπᾳρμη 575
καὶ εἰς τὸ κατῶφλι σσή τροῦ πριακλκ τε ἢ νὰ τόλνιωτ πριάκκ ἐδέ μπᾴ τᾳπρᾳπό-