Page:Eisagogiki-Didaskalia.pdf/31

This page has been proofread.
Ῥωμαίϊκα Βλάχικα Βουλγάρικα Ἀλβανίτικα
νὰ βαστοῦμεν σέ πουρτέμου τά νόσιμε τᾴ μπάνμᾳ
ἀψίνθιον. πιλόννιου. πέληντ. πίλην.
Ἀπόψε Ἀστᾳ νοάπτα Τοβέτζαρα Σόντε
ἶδα ἕνα ὄνειρον βιτζούη οὔνου γήσου βίτοχ ἔτεν σόν πάσσα ννί ἔντᾳρ
ἀχαμνόν οὐρούτου λωσσω τᾳλίκ 670
ὡσὰν μάτι ἤμουν κάντα ἐράμου κάκω τά μπέχ σί κούρ ἴσννια
δεμένος μὲ σκηνιὰ λιγκάτου κού φουννη βέρζεν σῶ φόρτωμη λίδουρα μέ λιτάρ
καὶ μὲ λουριά. σσή κοῦ κουρέλλη. ἢ σῶ ῥέμμεννια. ἐδέ μέ ῥίππα.
Καὶ μὲ τραβοῦσαν Σσὴ μὲ τρατζιᾶ Ἢ μὲ τᾴρκαα Ἐδέ μέ χίκινα
ἀπὸ ὀπίσω τέ ετνᾳτόη ὀτ ὄζατη πέ σᾳπράπα 675
καὶ ἀπὸ ὀμπροστᾶ σσή τε τενέντε ἢ ὀτ ὄσπρετη ἐδὲ γκᾴ πραπάρα
δύο ἀραπηδες. τόη ἀράκκη. δβὲ ἄραπη. ντιοὺ ἀράπ.
Διὰ νὰ μὲ ῥίξουν Τρά σέ μέ ἀρούκᾳ Ζά τά μὲ φᾴρλιατ Κή τᾴ μᾴ στίεννᾳ
εἰς ἕνα λάκκον. τρού οὔνου τράπου. βῶ ἔτεν χέντεκ. μπά ννί χεντέκ.
Καὶ ἐγώ Σσή ἔου Ἢ ἰάσ Ἑδέ οὔννᾳ 680
μετὰ βίας ἐγλύτωσα μεζίε σκᾳπάη. ὀτβά ὄτκιναχ. μιζῆ σπιτόβα.
Ὅμως τώρα Μά τώρα Τόκου σέκα Πῶ ταννύ
ὁπου ἐσυκώθηκα τζί μεσκουλάη στῶ στάναχ κέ οὐγκρήτζ
ἀπὸ τὸν ὕπνον τέ σόμνου ὀτ σπάννετο πε γκιούμητ
ἀνατριχιάζει πέῤῥη σεσκοάλᾳ βλάκνα μοιστάνα λέσσ μᾳγκρίεννᾳ 685
τὸ κορμί μου πρέ τρούπλου ἀννέου νά τρούποτ μόη ντᾴ τρούπη ἤμ
καὶ μὲ πῆρε σσή μὲ λῶ ἢ μέ ζέντε ἐδὲ μᾴ μούαρ
ἡ θερμασια. χιάβρα. τρέσκατα. ἔθια
Τὰ χουλιάρια Λίγκουρᾳ Λαλήτζητε Λιούγκατ
τὰ πινάκια κᾳτζᾴνιλε πανήτζητε μισούρατ 690
νὰ τὰ κρατῇς σέ λέ τζάνῃ τὰ ἢ τάρζησσ τύ μπάσσ
πλυμένα καλά. λά τε γκῆνε. ἰζμίενη χάρνω. τᾳλιάρα μίρα
Καὶ τὰ ἀγγεῖα σου Σσή βάσιλε ἀτάλε Ἢ σατώητε τφόη ἐδέ ἔνατ τετούα
νὰ τὰ ἔχῃς σέ λέ ἄη τά ἢ ἴμασσ τὴ κκέσσ
εἰς τὸν τόπον των τρου λόκλου ἀλόρου νά νεκώητε μέστα μπᾴ βένντ τᾳτοῦρε 695
διὰ νὰ τὰ γυρέῃς τρά σέ λέ καύτζη ζά τά ἢ μπάρασσ κῆ τηκᾳρκόνσσ